ἐρισμάραγος

ἐρισμάραγος
ἐρισμάρᾰγος [pron. full] [μᾰ], ον,
A loud-thundering, epith. of Zeus, Hes.Th.815, IGRom.4.360.13 (Pergam.), etc.;

θάλασσα Musae.318

;

ἀστραπή Luc. Tim.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερισμάραγος — ἐρισμάραγος, ον (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.) 2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.) 3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατά («ἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) +… …   Dictionary of Greek

  • ἐρισμάραγος — loud thundering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμάραγον — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem acc sg ἐρισμάραγος loud thundering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμαράγοιο — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμαράγου — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμαράγων — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”